θηλυκούς

θηλυκούς
θηλυκός
woman-like
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θυώ — (I) θυῶ, όω (Α) [θύος] αρωματίζω κάτι, γεμίζω με ευωδία («ἐλαίῳ... τὸ ῥὰ οἱ τεθυωμένον ἧεν» με λάδι που ήταν γι αυτήν αρωματισμένο, ευωδιασμένο, Ομ. Ιλ.). (II) θυῶ, άω (Α) [θύω (ΙΙ)] (για θηλυκούς χοίρους) βρίσκομαι σε οργασμό …   Dictionary of Greek

  • καπρία — καπρία, ἡ (Α) [κάπρος] 1. η ωοθήκη τών θηλυκών χοίρων την οποία έκοβαν μερικές φορές για να σταματήσουν την ορμή τού ζώου για οχεία και την αναπαραγωγή 2. υγρό που ρέει από τους θηλυκούς χοίρους μετά την οχεία 3. (κατά τον Ησύχ.) χορός ενόπλων 4 …   Dictionary of Greek

  • μακρογαμετόφυτο — το βοτ. το μεγαλύτερο από τα γαμετόφυτα τών ετερόσπορων πτεριδοφύτων, το οποίο παράγει τους θηλυκούς γαμέτες …   Dictionary of Greek

  • σπανανδρία — η, ΝΜΑ νεοελλ. βιολ. α) χαρακτηριστικό ζωικών ειδών στα οποία τα παρθενογενετικά θηλυκά άτομα παράγουν κυρίως θηλυκούς απογόνους ή, σε μια ακραία περίπτωση, το είδος αποτελείται μόνο από θηλυκά άτομα αναπαραγόμενα μόνο παρθενογενετικά β) σταδιακή …   Dictionary of Greek

  • σπονδυλωτά — Ζώα που αποτελούν ένα τμήμα του τύπου των χορδωτών, ο οποίος υποδιαιρείται με τη σειρά του στους δυο υποτύπους των αγνάθων και των γναθόστομων. Ο πρώτος υποτύπος περιλαμβάνει τις δυο τάξεις των οστρακόδερμων (απολιθωμένων σ. που έζησαν κατά το… …   Dictionary of Greek

  • ωοθήκη — Ο γεννητικός αδένας της γυναίκας. Υπάρχουν δύο ω. οι οποίες βρίσκονται στην ελάσσονα πύελο συμμετρικά τοποθετημένες στα πλάγια της μήτρας· στην ενήλικη γυναίκα η ω. έχει περίπου το σχήμα και το μέγεθος αμυγδάλου, μήκους 4 εκ., πλάτους 3 εκ. και… …   Dictionary of Greek

  • γύνανδροι — Είδος ζώων, που έχουν στο μισό σώμα τους αρσενικούς χαρακτήρες και στο άλλο μισό θηλυκούς. Βλ. λ. αναπαραγωγή …   Dictionary of Greek

  • εναλλαγή γενεών — Φαινόμενο που παρατηρείται σε όλες τις ομάδες των φυτών που παρουσιάζουν εγγενή αναπαραγωγή και συνίσταται στη διαδοχική εναλλαγή δύο γενεών. Η μία έχει κανονική βλαστητική αγενή αναπαραγωγή (σποριοφυτική, διπλοειδής γενεά) που ολοκληρώνεται με… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • υβρίδια — Ζώα ή φυτά που προέρχονται από γονείς οι οποίοι ανήκουν σε διαφορετικά είδη. Τα μουλάρια, π.χ., είναι υ. γιατί προέρχονται από τη διασταύρωση θηλυκών αλόγων με αρσενικούς γαϊδάρους ή αρσενικών αλόγων με θηλυκούς γαϊδάρους. Η διασταύρωση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”